γράφει ο Μιχάλης Χιωτίνης
Καθημερινά, ακούμε από πολιτικούς και τεχνοκράτες ότι θα πρέπει να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας για να βγούμε από την κρίση. Αυτό, λένε, για να επιτευχθεί, θα πρέπει να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Με λίγα λόγια, να μειωθούν οι μισθοί, να κάνουμε εσωτερική υποτίμηση, να φέρουμε δραστικό αποπληθωρισμό, να κατεβάσουμε το επίπεδο διαβίωσης. Είναι αλήθεια, όμως, ότι ο τρόπος για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της η ελληνική οικονομία είναι να μειωθεί το μισθολογικό κόστος;
Είναι τόσο αλήθεια, όσο αλήθεια είναι ότι το μοντέλο της οικονομίας μας μοιάζει με το κινεζικό. Αν δεχτούμε ως στόχο να φτάσει στο σημείο ο Έλληνας εργάτης, πχ μίας βιομηχανίας, να χρειάζεται τους μισθούς 6 μηνών, για να αγοράσει το προϊόν που παράγει κατά δεκάδες καθημερινά, τότε εάν καταφέρουμε και φτάσουμε αυτό το στόχο πριν καταρρεύσει η ελληνική κοινωνία σε χάος, ίσως γίνουμε ανταγωνιστικοί.
Όμως, ας μιλάμε σοβαρά. Η λογική με την οποία οι ΗΠΑ έγιναν η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο το 19οαιώνα και ξεπέρασαν τους Βρετανούς σε βιομηχανική παραγωγή είναι το δόγμα της υψηλόμισθης οικονομίας. Η ιδέα, δηλαδή, ότι υψηλότεροι μισθοί οδηγούν σε υψηλότερη παραγωγικότητα. Αυτό που δίδασκαν στα πανεπιστήμια εκείνη την εποχή και που ήταν και η βασική ιδεολογία του Ρεπουμπλικανικού (!) κόμματος είναι ότι οι εργαζόμενοι που έχουν πρόσβαση σε καλή διατροφή, στέγαση, υψηλής ποιότητας υγεία και εκπαίδευση, φθηνή και καλή μετακίνηση, τείνουν να παράγουν τόσο περισσότερο, που το κέρδος είναι μεγαλύτερο από το κόστος.
Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο κάνεις το προϊόν ανταγωνιστικότερο δεν είναι οι περικοπές μισθών, αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας, με την αύξηση των μισθών και με την επένδυση σε υψηλή τεχνολογία και τεχνική κατάρτιση των εργαζομένων. Αυτό ισχύει για κάθε επιχείρηση. Ένα κράτος, όμως, που θέλει να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, έχει κι άλλους τρόπους για να το πετύχει. Παλαιότερα τα κράτη χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους προστατευτικούς δασμούς. Δηλαδή επιβαρύνοντας με δασμούς τις εισαγωγές, ακόμα και επιδοτώντας εγχώριες επιχειρήσεις, πετύχαιναν τεχνητά να κάνουν τα εγχώρια προϊόντα φθηνότερα.
Σήμερα, όμως, με τις ελεύθερες κινήσεις των αγαθών και των κεφαλαίων, που ο προστατευτισμός κάθε είδους αποτελεί ταμπού, ένας τρόπος για να συμβεί αυτό είναι οι δημόσιες υποδομές. Όσο πιο εξελιγμένες είναι οι υποδομές ενός κράτους, τόσο μικραίνει το κόστος παραγωγής εντός των συνόρων. Οι υποδομές για ένα κράτος είναι κεφάλαιο που δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί και να πάει στην Κίνα. Οι δρόμοι δύσκολα ξεστρώνονται, οι σιδηροδρομικές υποδομές δεν μετακινούνται, τα λιμάνια δεν πλέουν, τα αεροδρόμια δεν πετούν και τα αρδευτικά έργα δεν χάνουν την δυνατότητά τους να παράγουν πλεόνασμα όταν πέφτει το χρηματιστήριο. Οι υποδομές, σε μία φράση, είναι μόνιμο κεφαλαιακό απόθεμα που ωφελεί τις εγχώριες επιχειρήσεις στην εγχώρια παραγωγή, διαρκούν για δεκάδες χρόνια, έχουν φυσική επίπτωση στην πραγματική παραγωγή, και μειώνοντας το κόστος παραγωγής σε ευρεία κλίμακα, κάνουν την τοπική οικονομία ανταγωνιστικότερη.
Σημαντικό είναι οι υποδομές αυτές να έχουν δημόσιο χαρακτήρα ώστε το κόστος χρήσης τους να παραμένει σε λογικά επίπεδα. Είναι ανόητο, οικονομικά και πολιτικά, να προσφέρεις σε τράπεζες και ιδιώτες επενδυτές τη δυνατότητα να συλλέγουν «διόδια» από ολόκληρη την οικονομία εξασφαλίζοντας τα κέρδη τους, κέρδη που αποτελούν αχρείαστο κόστος για την πραγματική οικονομία καθώς οι φορείς αυτοί δεν προσφέρουν καμία υπηρεσία. Είναι ανήθικο να προσφέρεις εγγυημένα από το δημόσιο κέρδη σε ιδιώτες, χωρίς ρίσκο και χωρίς εκείνοι να προσφέρουν κάποια αξιόλογη υπηρεσία. Παρκόμετρα, διόδια σε αυτοκινητόδρομους, μονοπωλιακά κόστη σε βασικά αγαθά όπως ενέργεια και νερό, ενοίκια (στο ποσοστό που έχουν να κάνουν με τη γη και όχι με τα κτίρια), υπερβολικά επιτόκια, και κάθε είδους «οικονομικό ενοίκιο» είναι μη απαραίτητο κόστος για την οικονομία. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται πλούτο που αξιωματικά ανήκει στο κράτος ανεβάζοντας ταυτόχρονα το κόστος παραγωγής.
Συνοψίζοντας, μία οικονομία γίνεται ανταγωνιστικότερη κατά πρώτον επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο, -δηλαδή τους εργαζομένους και ιδιαιτέρως τους νέους-, στην εκπαίδευση, την υγεία και την ευημερία τους, ώστε να είναι παραγωγικοί και να μη μεταναστεύσουν. Κατά δεύτερον επενδύοντας σε υποδομές, έρευνα και τεχνολογία που αυξάνουν την παραγωγικότητα και μειώνουν ευρέως το κόστος. Σε καμία περίπτωση μία οικονομία δεν γίνεται ανταγωνιστική υποβαθμίζοντας το επίπεδο διαβίωσης της μεσαίας τάξης.
το ποντίκι