«Η αναδιάρθρωση του χρέους θα είναι η επόμενη πράξη του δράματος για την Ελλάδα» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο διακεκριμένος αμερικανός οικονομολόγος Ρίτσαρντ Γουόλφ, περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και όχι μόνο.
Για τον ίδιο τα σκληρά μέτρα λιτότητας που λαμβάνουν διαδοχικά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μόνο να επιδεινώσουν μπορούν τις ήδη καταπονημένες οικονομίες τους, ενώ έχουν αποκλειστικά έναν σκοπό:να εξυπηρετήσουν τους πλουσιότερους των πλουσίων και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Θιασώτης του μαρξισμού, πολυγραφότατος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, διαχωρίζει τη θέση του από τη σημερινή πεπατημένη των οικονομικών θεωριών, ενίοτε με αιρετική διάθεση, και προβλέπει: «Ηρθε η ώρα ο καπιταλισμός, όπως όλα τα συστήματα, να δώσει τη θέση του σε κάτι άλλο».
O Ρίτσαρντ Γουόλφ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και αυτό δεν είναι τυχαίο: ως καθηγητής Οικονομικών στο Κολέγιο Αμχερστ στη Μασαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών δίδαξε τον πρωθυπουργό κ. ΓιώργοΠαπανδρέου όταν εκείνος σπούδαζε Κοινωνιολογία τη δεκαετία του 1970. Δεν είναι όμως αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. «Πιστεύω ότι η Ελλάδα και άλλες χώρες θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του χρέους τους» μας λέει.
Και εξηγεί: «Τα φορολογικά μέτρα που βαρύνουν τους πολίτες και οι περικοπές στις κρατικέςδαπάνες εξυπηρετούν μόνο εκείνους που μπορούν να τα αποφύγουν με ευκολία,δηλαδή τους πολύ πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα δεινά των μαζών από τη λιτότητα θα λύσουν τα υποκείμενα οικονομικά προβλήματα. Καθώς οι πληγείσες από τη λιτότητα οικονομίες της Ελλάδας,της Ιρλανδίας και άλλων χωρών θααγοράζουν λιγότερο από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, η ευρωπαϊκή ενοποίηση και το ευρώ θα κινδυνεύσουν».
Για τον κ. Γουόλφ τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας ήταν μια πρώτη, «αυτόματη» όσο και παράλογη, αντίδραση στην κρίση· το επόμενο βήμα θα είναι η αναδιάρθρωση του χρέους.«Για την Ελλάδα το πρόγραμμα λιτότητας είχε στόχο να προστατεύσει τους πλούσιους καιτις μεγάλες επιχειρήσεις από τον πόνο της κρίσης.Το βασικό ερώτημα που αφορά την αναδιάρθρωση είναι και πάλι το εξής:Ποιοι τομείς- επιχειρήσεις, πλούσιοι ή η πλειονότητα των πολιτών- θα πληρώσουν το κόστος αυτού του μέτρου ως στρατηγικής εξόδου από τη βαθιά ύφεση;» διερωτάται.
Γνωστός για τη θεωρία του που προτείνει τη φορολόγηση 10% επί του χαρτοφυλακίου των πλουσιότερων Αμερικανών για τον μηδενισμό του δημοσίου ελλείμματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο κ. Γουόλφ πιστεύει ότι το ίδιο μπορεί να ισχύσει και για την Ελλάδα. Τον ρωτήσαμε όμως αν κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε το ήδη αρνητικό επενδυτικό κλίμα. «Ο δείκτης ανάπτυξης ενός κράτους και η ελκυστικότητά του στους ιδιώτες επενδυτές δεν εξαρτάται μόνο από τους φορολογικούς συντελεστές αλλά και από το πώς χρησιμοποιεί τα έσοδά του από τη φορολογία. Αν η Ελλάδα αύξανε τους φόρους για τους πλουσιότερους πολίτες της και χρησιμοποιούσε αυτά τα χρήματα για να βελτιώσει τη δημόσια εκπαίδευση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια άνοδος στην ποσότητα και στην ποιότητα των μορφωμένωννέων ανθρώπων, γεγονός που θα βελτίωνε τους δείκτες ανάπτυξης και θα προσείλκυε επενδυτές» απαντά.
Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Γουόλφ, «μια πραγματικά ανεξάρτητη κυβέρνηση θα έλεγε στους έλληνες καπιταλιστές ότι οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην Ελλάδα θα οδηγούσαν την ίδια να προχωρήσει σε επενδυτικές κινήσεις στον δημόσιο τομέα.Απλώς και μόνο η απειλή ενός αληθινού ανταγωνισμού από τον δημόσιο τομέα και τις δημόσιες επενδύσεις θα μετέβαλλετην οικονομική συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα. Η κυβέρνησηειδικά όταν είναι δημοφιλής- έχει πραγματική επιρροή στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην κοινωνική κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος.Το ερώτημα είναι προς το συμφέρον ποιου χρησιμοποιείταιαυτή η δύναμη».
Θα μπορούσε η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση να σημάνει την «αρχή του τέλους» του καπιταλιστικού συστήματος; «Οι αντιθέσεις και τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού οδήγησαν σε μια κρίση που δεν μπορεί να ξεπεραστεί.Οπως συνέβη με όλα τα προγενέστερα συστήματα,όπως με τον φεουδαλισμό, ο καπιταλισμός θα δώσει τη θέση του σε κάτι καινούργιο» εξηγεί ο κ. Γουόλφ. Και καταλήγει: «Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον για τις μαρξιστικές κριτικές αναλύσεις που εγείρουν το ζήτημα μιας νέας σύνθεσης, ενός νέου οικονομικού συστήματος. Αλλά πρόκειται για έναν νέο μαρξισμό, αναδιοργανωμένο και επαναδιατυπωμένο, που έχει προχωρήσει σε αποτίμηση των δυνάμεων και των αδυναμιών των 150 πρώτων χρόνων του. Οι κυβερνήσεις που σήμερα περιφρονούν τον μαρξισμό αντιγράφουν τις κυβερνήσεις του 19ου και του 20ού αιώνα. Η θεωρία και η πρακτική του μαρξισμού όμως θα βοηθήσουν σήμερα ώστε να ξεπεραστεί ένας βαθιά πληγωμένος από την κρίση καπιταλισμός και το συνακόλουθοκοινωνικό του κόστος».
- Υπήρξατε καθηγητής του Γιώργου Παπανδρέου. Πώς θα σχολιάζατε τη σημερινή του πορεία ως πρωθυπουργού; Σε πρόσφατη διάλεξή σας είχατε πει αστειευόμενος ότι θα έπρεπε να είχατε κάνει καλύτερη δουλειά όταν τον διδάσκατε.
«Στόχος μου ως καθηγητής ήταν να βοηθήσω τους φοιτητές να καταλάβουν το πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό που θυμάμαι από τον Γιώργο Παπανδρέου ως φοιτητή είναι ότι τότε επιθυμούσε να γίνει ένας σύγχρονος και σοσιαλιστής οικονομολόγος. Η υπόθεση ότι ο καπιταλισμός είναι αέναος- και επομένως ότι η κυβερνητική πολιτική πρέπει να τον ακολουθεί ως έχει- έρχεται σε αντίθεση με την Ιστορία».
- Τι πιστεύετε για τον Μπαράκ Ομπάμα, για την πορεία του ως προέδρου των ΗΠΑ;
«Ο πρόεδρος Ομπάμα υποσχέθηκε “ελπίδα και αλλαγή” αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει παραγάγει τίποτε από τα δύο. Το πρόγραμμα “ανάκαμψης” που εφάρμοσε απλώς βάθυνε τις κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές στις ΗΠΑ.Οι οικονομικές συνθήκες για τη μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών έχουν επιδεινωθεί: ο δείκτηςανεργίας παραμένει στο 10%, ένα εκατομμύριο οικογένειες τον χρόνο χάνουν τα σπίτια τους,μειώθηκαν οι παροχές και τα επιδόματα και οι ΗΠΑ γίνονται με διαφορά η πλέον άνιση από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες».
Θιασώτης του μαρξισμού, πολυγραφότατος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, διαχωρίζει τη θέση του από τη σημερινή πεπατημένη των οικονομικών θεωριών, ενίοτε με αιρετική διάθεση, και προβλέπει: «Ηρθε η ώρα ο καπιταλισμός, όπως όλα τα συστήματα, να δώσει τη θέση του σε κάτι άλλο».
O Ρίτσαρντ Γουόλφ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και αυτό δεν είναι τυχαίο: ως καθηγητής Οικονομικών στο Κολέγιο Αμχερστ στη Μασαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών δίδαξε τον πρωθυπουργό κ. ΓιώργοΠαπανδρέου όταν εκείνος σπούδαζε Κοινωνιολογία τη δεκαετία του 1970. Δεν είναι όμως αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. «Πιστεύω ότι η Ελλάδα και άλλες χώρες θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του χρέους τους» μας λέει.
Και εξηγεί: «Τα φορολογικά μέτρα που βαρύνουν τους πολίτες και οι περικοπές στις κρατικέςδαπάνες εξυπηρετούν μόνο εκείνους που μπορούν να τα αποφύγουν με ευκολία,δηλαδή τους πολύ πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι τα δεινά των μαζών από τη λιτότητα θα λύσουν τα υποκείμενα οικονομικά προβλήματα. Καθώς οι πληγείσες από τη λιτότητα οικονομίες της Ελλάδας,της Ιρλανδίας και άλλων χωρών θααγοράζουν λιγότερο από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, η ευρωπαϊκή ενοποίηση και το ευρώ θα κινδυνεύσουν».
Για τον κ. Γουόλφ τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας ήταν μια πρώτη, «αυτόματη» όσο και παράλογη, αντίδραση στην κρίση· το επόμενο βήμα θα είναι η αναδιάρθρωση του χρέους.«Για την Ελλάδα το πρόγραμμα λιτότητας είχε στόχο να προστατεύσει τους πλούσιους καιτις μεγάλες επιχειρήσεις από τον πόνο της κρίσης.Το βασικό ερώτημα που αφορά την αναδιάρθρωση είναι και πάλι το εξής:Ποιοι τομείς- επιχειρήσεις, πλούσιοι ή η πλειονότητα των πολιτών- θα πληρώσουν το κόστος αυτού του μέτρου ως στρατηγικής εξόδου από τη βαθιά ύφεση;» διερωτάται.
Γνωστός για τη θεωρία του που προτείνει τη φορολόγηση 10% επί του χαρτοφυλακίου των πλουσιότερων Αμερικανών για τον μηδενισμό του δημοσίου ελλείμματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο κ. Γουόλφ πιστεύει ότι το ίδιο μπορεί να ισχύσει και για την Ελλάδα. Τον ρωτήσαμε όμως αν κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε το ήδη αρνητικό επενδυτικό κλίμα. «Ο δείκτης ανάπτυξης ενός κράτους και η ελκυστικότητά του στους ιδιώτες επενδυτές δεν εξαρτάται μόνο από τους φορολογικούς συντελεστές αλλά και από το πώς χρησιμοποιεί τα έσοδά του από τη φορολογία. Αν η Ελλάδα αύξανε τους φόρους για τους πλουσιότερους πολίτες της και χρησιμοποιούσε αυτά τα χρήματα για να βελτιώσει τη δημόσια εκπαίδευση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια άνοδος στην ποσότητα και στην ποιότητα των μορφωμένωννέων ανθρώπων, γεγονός που θα βελτίωνε τους δείκτες ανάπτυξης και θα προσείλκυε επενδυτές» απαντά.
Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Γουόλφ, «μια πραγματικά ανεξάρτητη κυβέρνηση θα έλεγε στους έλληνες καπιταλιστές ότι οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην Ελλάδα θα οδηγούσαν την ίδια να προχωρήσει σε επενδυτικές κινήσεις στον δημόσιο τομέα.Απλώς και μόνο η απειλή ενός αληθινού ανταγωνισμού από τον δημόσιο τομέα και τις δημόσιες επενδύσεις θα μετέβαλλετην οικονομική συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα. Η κυβέρνησηειδικά όταν είναι δημοφιλής- έχει πραγματική επιρροή στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην κοινωνική κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος.Το ερώτημα είναι προς το συμφέρον ποιου χρησιμοποιείταιαυτή η δύναμη».
Θα μπορούσε η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση να σημάνει την «αρχή του τέλους» του καπιταλιστικού συστήματος; «Οι αντιθέσεις και τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού οδήγησαν σε μια κρίση που δεν μπορεί να ξεπεραστεί.Οπως συνέβη με όλα τα προγενέστερα συστήματα,όπως με τον φεουδαλισμό, ο καπιταλισμός θα δώσει τη θέση του σε κάτι καινούργιο» εξηγεί ο κ. Γουόλφ. Και καταλήγει: «Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον για τις μαρξιστικές κριτικές αναλύσεις που εγείρουν το ζήτημα μιας νέας σύνθεσης, ενός νέου οικονομικού συστήματος. Αλλά πρόκειται για έναν νέο μαρξισμό, αναδιοργανωμένο και επαναδιατυπωμένο, που έχει προχωρήσει σε αποτίμηση των δυνάμεων και των αδυναμιών των 150 πρώτων χρόνων του. Οι κυβερνήσεις που σήμερα περιφρονούν τον μαρξισμό αντιγράφουν τις κυβερνήσεις του 19ου και του 20ού αιώνα. Η θεωρία και η πρακτική του μαρξισμού όμως θα βοηθήσουν σήμερα ώστε να ξεπεραστεί ένας βαθιά πληγωμένος από την κρίση καπιταλισμός και το συνακόλουθοκοινωνικό του κόστος».
- Υπήρξατε καθηγητής του Γιώργου Παπανδρέου. Πώς θα σχολιάζατε τη σημερινή του πορεία ως πρωθυπουργού; Σε πρόσφατη διάλεξή σας είχατε πει αστειευόμενος ότι θα έπρεπε να είχατε κάνει καλύτερη δουλειά όταν τον διδάσκατε.
«Στόχος μου ως καθηγητής ήταν να βοηθήσω τους φοιτητές να καταλάβουν το πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό που θυμάμαι από τον Γιώργο Παπανδρέου ως φοιτητή είναι ότι τότε επιθυμούσε να γίνει ένας σύγχρονος και σοσιαλιστής οικονομολόγος. Η υπόθεση ότι ο καπιταλισμός είναι αέναος- και επομένως ότι η κυβερνητική πολιτική πρέπει να τον ακολουθεί ως έχει- έρχεται σε αντίθεση με την Ιστορία».
- Τι πιστεύετε για τον Μπαράκ Ομπάμα, για την πορεία του ως προέδρου των ΗΠΑ;
«Ο πρόεδρος Ομπάμα υποσχέθηκε “ελπίδα και αλλαγή” αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει παραγάγει τίποτε από τα δύο. Το πρόγραμμα “ανάκαμψης” που εφάρμοσε απλώς βάθυνε τις κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές στις ΗΠΑ.Οι οικονομικές συνθήκες για τη μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών έχουν επιδεινωθεί: ο δείκτηςανεργίας παραμένει στο 10%, ένα εκατομμύριο οικογένειες τον χρόνο χάνουν τα σπίτια τους,μειώθηκαν οι παροχές και τα επιδόματα και οι ΗΠΑ γίνονται με διαφορά η πλέον άνιση από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες».