Με επαναλήψεις διατάξεων νόμου που ήδη έχουν ψηφιστεί, το αρμόδιο υπουργείο Οικονομικών και κατά δεύτερο λόγο το υπουργείο Εργασίας, στο σχέδιο νόμου για την Ανάπτυξη και τη Δημοσιονομική Εξυγίανση που κατατέθηκε χθες, στη Βουλή, προσπαθεί να αποσαφηνίσει διατάξεις προηγούμενων νόμων, που είχαν γραφεί με προχειρότητα...
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνεται για δεύτερη φορά, προφανώς για να εμπεδωθεί από τους συνταξιούχους, διάταξη που περιλαμβάνεται στον πρόσφατα ψηφισθέντα Εφαμοστικό νόμο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, και προβλέπει την προσαύξηση της ειδικής εισφοράς των συνταξιούχων του δημοσίου.
Μεταξύ άλλων, επαναδιατυπώνονται ασφαλιστικά δικαιώματα, επανακαθορίζονται οι διατάξεις συνταξιοδότησης, στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας εκ μεταβιβάσεως συντάξεις, καθορίζεται ο τρόπος που θα καταβάλλεται η σύνταξη στο διαζευγμένο σύζυγο, ενώ επαναλαμβάνεται η δυνατότητα, εντός 6 μηνών, των υπαλλήλων ΝΠΔΔ των ΟΤΑ, να επιλέξουν για κύρια ασφάλισή τους το ΙΚΑ.
Αναλυτικά:
Αποσαφηνίζεται ότι, το τακτικό προσωπικό των δήμων και των ΝΠΔΔ των ιδρυμάτων και των συνδέσμων δήμων, αποκτά δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο. Η διάταξη αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων πριν από το 2011, αφού βάσει της τελευταίας μεγάλης μεταρρύθμισης, το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό από 1/1/2011 και μετά, ασφαλίζεται στο ΙΚΑ. Επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3865/2010, ώστε να αποσαφηνισθεί πλήρως ότι:
Όσοι δ.υ. θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1/1/2011 και μετά, μπορούν να αναγνωρίσουν ως συντάξιμο χρόνο πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ενός έτους, για το πρώτο παιδί, και δύο ετών για κάθε επόμενο παιδί και μέχρι το τρίτο. Ο χρόνος αυτός, υπολογίζεται τόσο για τη θεμελίωση όσο και για την προσαύξηση της σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει 15ετία.
Για όσους έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31/12/2010, ο αναγνωριζόμενος χρόνος παιδιών λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης και όχι και για την προσαύξησή της.
Σε βάθος 5ετίας, γίνεται η αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας που τελούν σε κατάσταση πτητικής ή καταδυτικής ενέργειας, ώστε μετά το 2015 να συνταξιοδοτούνται με τη συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας.
Με στόχο την αποσαφήνιση των διατάξεων για τα ανώτατα όριο σύνταξης:
α) ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση το ποσό της μηνιαίας σύνταξης μπορεί να υπερβαίνει το μηνιαίο συντάξιμο μισθό, μόνο στην περίπτωση που η σύνταξη προσαυξάνεται με πτητικά κ.λ.π. εξάμηνα ή υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 (θύματα τρομοκρατίας), οπότε το ποσό του μηνιαίου συντάξιμου μισθού προσαυξάνεται κατά 50%
β) ορίζεται ότι για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν και άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, το ακαθάριστο ποσό της σύνταξής τους ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3670/2008, ειδικά δε για τους δικαστικούς λειτουργούς όπως οι αποδοχές αυτές ισχύουν σήμερα.
Επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις που προβλέπουν ότι, για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης το 2011, η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη με τη συμπλήρωση 36 ετών ασφάλισης και τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας τους. Ο χρόνος υπηρεσίας των 36, για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα από το 2012 και μετά, αυξάνεται κατά 1 έτος, για κάθε επόμενο χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Αντίστοιχα, αυξάνεται σταδιακά, από 1/1/2012 και το απαιτούμενο όριο ηλικίας, κατά 1 έτος ετησίως και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους.
Στο άρθρο 9 του σχεδίου νόμου προβλέπεται ότι όσοι έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1/11993 και μετά και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1/1/2013 και μετά, λαμβάνουν σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει 40 έτη πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν επιβεβλημένες, προκειμένου να εξισωθούν ως προς το δικαίωμα σύνταξης με τους υπαλλήλους-λειτουργούς του Δημοσίου που έχουν ασφαλισθεί μέχρι 31/12/1992.
Παράλληλα, επεκτείνονται για λόγους ισότητας και σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1/1/1993 και μετά, οι ευνοϊκές διατάξεις που ισχύουν για τους βαριά αναπήρους (τυφλοί, τετραπληγικοί, νεφροπαθείς κ.λ.π) και οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα συνταξιοδότησης των προσώπων αυτών με τη συμπλήρωση 15 ετών υπηρεσίας, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και τον υπολογισμό της σύνταξής τους με βάση τα 35 έτη υπηρεσίας.
Προβλέπεται ότι για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, που προσλαμβάνονται από 1/1/2011 και μετά, για τους οποίους προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.), έχουν εφαρμογή, ως προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς τους οι καταστατικές διατάξεις των τομέων του Ταμείου αυτού.
Παρέχεται η δυνατότητα στους στρατιωτικούς που έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1/1/1993 και μετά, για τους οποίους προκύπτει υποχρεωτική, λόγω της ιδιότητάς τους, ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.), να ασφαλίζονται και στο Δημόσιο κατόπιν επιλογής τους, με ανάλογη προαιρετική υπαγωγή τους και στα αντίστοιχα Μετοχικά Ταμεία. Στην περίπτωση αυτή, τροποποιείται ανάλογα η κατά ιδιότητα ασφάλισή τους στο ΤΣΜΕΔΕ ή στο ΤΣΑΥ, με υποχρεωτική υπαγωγή στην Ειδική Προσαύξηση του πρώτου και με εξαίρεση από τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του δεύτερου. Σε περίπτωση που έχουν ασφαλιστεί από την κατάταξή τους μέχρι και την ισχύ του νόμου αυτού στο Δημόσιο και επιθυμούν να συνεχίσουν την ασφάλισή τους σε αυτό προαιρετικά, οι εισφορές που παρακρατήθηκαν υπέρ του Δημοσίου θεωρούνται εισφορές υπέρ της προαιρετικής ασφάλισης, ενώ εάν δεν επιθυμούν να υπαχθούν προαιρετικά στο Δημόσιο καθώς και στους φορείς – τομείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, οι εισφορές που έχουν καταβληθεί για την ασφάλισή τους στο Δημόσιο και στους αντίστοιχους φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, αποδίδονται στους Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων και Υγειονομικών των κλάδων κύριας ασφάλισης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας του Ε.Τ.Α.Α. προκειμένου να τακτοποιηθεί η ασφάλισή τους.
Όσοι έχουν ασφαλιστεί για πρώτη φορά από 1/1/1993 και μετά, θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τη συμπλήρωση 15ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του 65ου έτους της ηλικίας. Το όριο ηλικίας των γυναικών υπαλλήλων (60ο) έχει αυξηθεί από 1/1/2011 στο 65ο.
Σύμφωνα με το Νόμο 3863/2010, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει την εκ μεταβιβάσεως σύνταξη λόγω θανάτου χωρίς περιορισμούς για μία τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας προβλέπεται περιορισμός της σύνταξης αυτής εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει και άλλη σύνταξη κατά 50% ή 30%, σε περίπτωση που είναι κάτω ή άνω των 65 ετών αντίστοιχα.
Με το σχέδιο νόμου προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας εκ μεταβιβάσεως συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, μπορεί να επιλέξει τη σύνταξη στην οποία θα γίνει ο περιορισμός.
Για λόγους ίσης μεταχείρισης, παρέχεται η δυνατότητα, στους επιζώντες των συζύγων που έχουν δικαιωθεί εκ μεταβιβάσεως σύνταξη από το Δημόσιο, να δικαιωθούν για την αυτή αιτία σύνταξη και από τον επικουρικό φορέα – τομέα τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία που έχει επέλθει ο θάνατος.
Μειώνεται η σύνταξη που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, με την εισαγωγή των παραμέτρων της διαφοράς ηλικίας μεταξύ των συζύγων και της διάρκειας του εγγάμου βίου τους.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρούμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου υφίσταται για κάθε πλήρες έτος διαφοράς μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ου έτους.
2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ο.
4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
Επεκτείνεται και στους στρατιωτικούς οι οποίοι έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1/1/1993 και μετά, η δυνατότητα να αναγνωρίζουν με την καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών, τον ελάχιστο χρόνο σπουδών για την απόκτηση πτυχίου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
Οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, η καταβολή της σύνταξης των οποίων αναστέλλεται διατηρούν την υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα και εφόσον καταβάλλουν οι ίδιες τις σχετικές κρατήσεις.
Παρέχεται η δυνατότητα σε υπαλλήλους κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και σε υπαλλήλους λοιπών Ν.Π.Ι.Δ. που μετατάσσονται ή μεταφέρονται ή εντάσσονται σε φορείς που διέπονται από διαφορετικό ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς από αυτό στο οποίο υπάγονταν μέχρι τη μετάταξη, μεταφορά ή την ένταξή τους, να διατηρήσουν, κατόπιν επιλογής τους, το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που είχαν στον φορέα από τον οποίο προέρχονται και όλη η εφ’εξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση, να θεωρείται ότι διανύεται στο καθεστώς αυτό.
Οι διαζευγμένοι θα μπορούν να λάβουν πλην της κύριας και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου των πρώην συζύγων τους.
Δεν απαιτείται πλέον 15ετής διάρκεια του έγγαμου βίου αλλά 10ετής, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Αυξάνεται το προβλεπόμενο όριο εισοδήματος που δεν πρέπει να υπερβαίνει ο διαζευγμένος, προκειμένου να δικαιωθεί σύνταξης λόγω θανάτου του πρώην συζύγου. Ειδικότερα, το εισόδημα του διαζευγμένου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των ετήσιων συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. στους ανασφάλιστους υπερήλικες.
Διαφοροποιείται το ποσοστό της σύνταξης που λαμβάνει ο διαζευγμένος, ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Μέχρι σήμερα, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της εκ μεταβιβάσεως σύνταξης λόγο θανάτου και ο διαζευγμένος το 30% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος είχε διαρκέσει 25 έτη και άνω, το δικαιούμενα ποσοστά καθορίζονται σε 60% και 40% αντίστοιχα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, τα δικαιούμενα ποσοστά σύνταξης κλιμακώνονται ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Εφόσον ο γάμος έχει διαρκέσει 10 έτη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 75% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 25% αυτής. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, μειώνεται κατά 1%, ενώ αυξάνεται αντίστοιχα το ποσοστό που δικαιούται ο διαζευγμένος. Έτσι, εάν για παράδειγμα, ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει 28 έτη, ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 57% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 43% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει πέραν των 35 ετών, το δικαιούμενο ποσοστό επιμερίζεται κατά 50% στον επιζώντα σύζυγο και 50% στον διαζευγμένο. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέλθει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Χορηγείται νέα προθεσμία υποβολής αίτησης για αναγνώριση, ως χρόνου ασφάλισης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, χρόνου απασχόλησης υπαλλήλων σε ΝΠΔΔ για τον οποίο εσφαλμένα είχε υπάρξει ασφάλιση στο Δημόσιο.
Οι μόνιμοι υπάλληλοι ΝΠΔΔ των ΟΤΑ υπάγονται κατά κανόνα στην ασφάλιση του ΙΚΑ, με εξαίρεση ορισμένα μόνο ΝΠΔΔ των οποίων οι μόνιμοι υπάλληλοι με ρητές διατάξεις νόμων υπάγονται στην ασφαλιστική προστασία του Δημοσίου. Εντούτοις, σε ορισμένα ΝΠΔΔ δήμων, παρότι οι μόνιμοι υπάλληλοι τους έπρεπε να υπαχθούν στην ασφάλιση του ΙΚΑ υπάγονταν, λόγω άγνοιας ή σύγχυσης των εκκαθαριστών αποδοχών τους, στην ασφάλιση του Δημοσίου και μάλιστα για χρονικά διαστήματα πέραν της 10ετίας, για τα οποία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το δικαίωμα του ΙΚΑ για βεβαίωση και καταλογισμό εισφορών είχε πλέον παραγραφεί. Ως αποτέλεσμα, τα συγκεκριμένα πρόσωπα παρουσίαζαν περιόδους απασχόλησης χωρίς ασφαλιστική προστασία.
Προκειμένου λοιπόν να καλυφθούν ασφαλιστικά τα πρόσωπα αυτά, είχε δοθεί η δυνατότητα αναγνώρισης του χρόνου απασχόλησης, ως χρόνου ασφάλισης στο ΙΚΑ . Η σχετική όμως αίτηση, μπορούσε να υποβληθεί μόνο εντός αποκλειστικής προθεσμίας 1 έτους από την έναρξη ισχύος του ν. 3232/2004, δηλαδή έως και την 11η Φεβρουαρίου του 2005.
Δεδομένου ότι, παρουσιάζονται ακόμα και σήμερα περιπτώσεις υπαλλήλων νπδδ που δεν αξιοποίησαν την δυνατότητα για αναγνώριση του χρόνου απασχόλησής τους, ως χρόνου ασφάλισης στο ΙΚΑ, κρίθηκε σκόπιμη, η παροχή νέας προθεσμίας διάρκειας 6 μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Πηγή:www.capital.gr